-
1 κατα-λείβω
κατα-λείβω, herunterträufeln, herabgießen, τί σοι καιρὸς δέμας ἀεικέλιον καταλείβειν, von Thränen, Eur. Andr. 131. – Häufig im pass., herabfließen, herabtriefen, γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο Il. 18, 109, ἐκ πέτρης καταλείβεται Hes. Th. 786, δάκρυα δ' ἐκ δακρύων καταλείβεται Eur. Troad. 601, vgl. Suppl. 1119.
-
2 καταλείβω
A pour down: hence, cause to waste away, (lyr.):—[voice] Pass., drop down,γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο Il.18.109
; [ ὕδωρ]ἐκ πέτρης καταλείβεται Hes.Th. 786
; (lyr.); melt away (in tears),καταλειβομένης ἄλγεσι πολλοῖς Id.Supp. 1119
(anap.); also καταλείβεσθαί νιν καὶ καταρρεῖν ὥσπερ τοὺς κολοσσούς, in an imprecation, Abh.Berl.Akad. 1925(5).21 ([place name] Cyrene).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλείβω
-
3 καταλειβω
(только praes.)1) лить, проливать, орошать (слезами)(δέμας Eur.)
καταλειβομένη ἄλγεσι Eur. — вся в слезах от страданий2) med. струиться по каплям, медленно течь(γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο Hom.; ἐκ πέτρης καταλείβεται, sc. ὕδωρ Hes.)
δάκρυα ἐκ δακρύων καταλείβεται Eur. — слезы льются непрерывно
См. также в других словарях:
καταλείβω — (Α) 1. χύνω, στάζω κάποιο υγρό 2. μτφ. (για δάκρυα) κλαίγοντας φθείρω το σώμα («τί σοι καιρός... δέμας... καταλείβειν» τί σέ ωφελεί να λειώνεις με τα δάκρυα το σώμα σου 3. παθ. καταλείβομαι α) λειώνω από τη θλίψη («καταλειβομένας ἄλγεσι πολλοῑς» … Dictionary of Greek